κιχώριο

κιχώριο
(Cichorium). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Τα φυτά αυτά συναντώνται με πολλές κοινές ονομασίες, λόγω του μεγάλου αριθμού ποικιλιών. Δεν είναι εντυπωσιακά· τα κεφάλια των ανθών τους, ωστόσο, έχουν ωραίο γαλάζιο χρώμα, αν και υπάρχουν και άλλα με άσπρα ή κόκκινα άνθη. Φυτρώνουν κυρίως στις αμμώδεις περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες ραδίκια, πικραλίδες, αντίδια κλπ. Κυριότερα είδη είναι: το κ. το ίντυβο, το οποίο φυτρώνει σε όλη τη χώρα και είναι περισσότερο γνωστό με τα ονόματα ραδίκι, πικροράδικοπικραλίδα· οι βλαστοί του μπορούν να φθάσουν το 1,5 μ.· το κ. το ενδίβιο, γνωστό με την κοινή ονομασία αντίδι· το κ. το πυγμαίο, φυτό μονοετές, με βλαστό που φτάνει τα 50 εκ. και σκούρα φύλλα. Είναι γνωστό με τις ονομασίες ραδίκι, πικραλίδαραδικοβλάσταρο· τέλος, το κ. το ακανθώδες, πολυετές ακανθώδες φρύγανο με πολλά κλαδιά. Τα φύλλα που βρίσκονται κοντά στη ρίζα είναι φτεροειδή, τα δε φύλλα του βλαστού είναι στενά και γραμμοειδή. Φυτρώνει σε παραθαλάσσιες περιοχές στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στις Κυκλάδες, είναι δε γνωστό και με τις κοινές ονομασίες σταμνάγκαθο, ραδίκι της θάλασσας και άλιφος.
* * *
το
βοτ. βλ. κιχόριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραδίκι — Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή… …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

  • ίντυβος — ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος) βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα] …   Dictionary of Greek

  • κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες …   Dictionary of Greek

  • πίκρα — η, Ν·1.η ιδιότητα τού πικρού, η πικράδα («η πίκρα τού κινίνου») 2. η πικρία, η βαθιά λύπη («οπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι) 3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πικράδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πικρού, το να είναι κάτι πικρό («δεν τρώγονται από την πικράδα») 2. η πίκρα, η βαθιά λύπη («τόσες πικράδες και χολές μάς δίν ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.) 3. το φυτό κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζάλη: ζαλ …   Dictionary of Greek

  • πικρίδα — η / πικρίς, ίδος, ΝΜΑ γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα, γνωστό παλαιότερα με την ονομασία αγιόσηρις, με 40 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή τέσσερα, με γνωστότερο το είδος που φέρει την κοινή… …   Dictionary of Greek

  • πικρίδιο — το, / πικρίδιον, ΝΜΑ το φυτό κιχώριο νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους σύνθετων ποωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρίς, ίδος + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • πικραλίδα — (ταράξακο το φαρμακευτικό). Ποώδες πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων (δικοτυλήδονα). Συναντάται στους φράχτες, στις άκρες των δασών και των δρόμων, στα λιβάδια, σε χέρσους αγρούς, παντού στην Ελλάδα. Είναι φυτό άκαυλο, με… …   Dictionary of Greek

  • πικρομάρουλο — το, Ν·.1. το φυτό κιχώριο, η πικραλίδα 2. παροιμ. «πολλά φαες, καρδούλα μου, φάε και πικρομάρουλα» παρηγορήσου, κάνε υπομονή, έχεις περάσει και καλές μέρες στο παρελθόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”