ραδίκι — Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή… … Dictionary of Greek
Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη … Dictionary of Greek
ίντυβος — ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος) βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα] … Dictionary of Greek
κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες … Dictionary of Greek
πίκρα — η, Ν·1.η ιδιότητα τού πικρού, η πικράδα («η πίκρα τού κινίνου») 2. η πικρία, η βαθιά λύπη («οπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι) 3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πικράδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πικρού, το να είναι κάτι πικρό («δεν τρώγονται από την πικράδα») 2. η πίκρα, η βαθιά λύπη («τόσες πικράδες και χολές μάς δίν ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.) 3. το φυτό κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζάλη: ζαλ … Dictionary of Greek
πικρίδα — η / πικρίς, ίδος, ΝΜΑ γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα, γνωστό παλαιότερα με την ονομασία αγιόσηρις, με 40 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή τέσσερα, με γνωστότερο το είδος που φέρει την κοινή… … Dictionary of Greek
πικρίδιο — το, / πικρίδιον, ΝΜΑ το φυτό κιχώριο νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους σύνθετων ποωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρίς, ίδος + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
πικραλίδα — (ταράξακο το φαρμακευτικό). Ποώδες πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων (δικοτυλήδονα). Συναντάται στους φράχτες, στις άκρες των δασών και των δρόμων, στα λιβάδια, σε χέρσους αγρούς, παντού στην Ελλάδα. Είναι φυτό άκαυλο, με… … Dictionary of Greek
πικρομάρουλο — το, Ν·.1. το φυτό κιχώριο, η πικραλίδα 2. παροιμ. «πολλά φαες, καρδούλα μου, φάε και πικρομάρουλα» παρηγορήσου, κάνε υπομονή, έχεις περάσει και καλές μέρες στο παρελθόν … Dictionary of Greek